πριβιλέγιον

πριβιλέγιον
και πριβιλίγιον και πριβιλήγιον και πριβηλήγιον και πριμιλέγιον και πριμιλίγιον και πριμιγίλιον και πριμηγίλιον, τὸ, Μ
1. ιδιωτικός νόμος, που θεσπίστηκε προκειμένου να εφαρμοστεί από έναν μόνο πολίτη
2. (κατ' επέκτ.) προνόμιο που ισχύει για λίγους και βλάπτει τους πολλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. privilegium «ιδιωτικός νόμος, προνόμιο» (< privus «ιδιωτικός» + lex, legis «νόμος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”